χολερυθρίνη

χολερυθρίνη
η, Ν
(βιοχ.) κρυσταλλική πορτοκαλόχρωμη χρωστική ουσία τής χολής, που αποτελεί κύριο μεταβολικό προϊόν αποικοδόμησης τής αιμοσφαιρίνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + ερυθρίνη. Η λ. αποτελεί απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. bilirubin].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χολερυθρίνη — η η κύρια χρωστική ουσία της χολής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους …   Dictionary of Greek

  • ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… …   Dictionary of Greek

  • πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… …   Dictionary of Greek

  • χολερυθριναιμία — η, Ν φυσιολ. η φυσιολογική παρουσία χολερυθρίνης στον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολερυθρίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] …   Dictionary of Greek

  • χολερυθρινουρία — η, Ν ιατρ. παθολογική παρουσία άμεσης χολερυθρίνης στα ούρα, η οποία εμφανίζεται στις ηπατίτιδες και στους αποφρακτικούς ικτέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολερυθρίνη + ουρία*] …   Dictionary of Greek

  • χολοχρωστικές — οι, Ν (βιοχ.) έγχρωμες οργανικές ενώσεις που περιέχονται στη χολή, όπως είναι η χολερυθρίνη, η χολοπρασίνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + χρωστικές] …   Dictionary of Greek

  • αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… …   Dictionary of Greek

  • Φίσερ, Χανς — (Fischer, Χεχστ επί του Μάιν 1881 – Μόναχο 1945). Γερμανός χημικός. Δίδαξε εφαρμοσμένη ιατρική χημεία στο Ίνσμπουργκ και στη Βιέννη. Το 1921 έγινε καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου της οργανικής χημείας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”