χολερυθρίνη — η η κύρια χρωστική ουσία της χολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek
ίκτερος — Κίτρινη χροιά του δέρματος, του σκληρού χιτώνα των ματιών και των βλεννογόνων, που οφείλεται σε συσσώρευση χολοχρωστικών στο αίμα (τιμή χολερυθρίνης άνω των 3 mg ανά 100 ml αίματος) και μπορεί να έχει διάφορες διαβαθμίσεις (στις ηπιότερες… … Dictionary of Greek
πυρηνικός — ή, ό, Ν [πυρήνας] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρήνα τού ατόμου 2. φρ. α) «πυρηνικά καύσιμα» (πυρην.) υλικά καταλλήλως διαμορφωμένα, με τα οποία τροφοδοτούνται οι πυρηνικοί αντιδραστήρες για την παραγωγή πυρηνικής ενέργειας και τών… … Dictionary of Greek
χολερυθριναιμία — η, Ν φυσιολ. η φυσιολογική παρουσία χολερυθρίνης στον ορό τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολερυθρίνη + αιμία (< αιμος < αίμα), πρβλ. λευχ αιμία] … Dictionary of Greek
χολερυθρινουρία — η, Ν ιατρ. παθολογική παρουσία άμεσης χολερυθρίνης στα ούρα, η οποία εμφανίζεται στις ηπατίτιδες και στους αποφρακτικούς ικτέρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολερυθρίνη + ουρία*] … Dictionary of Greek
χολοχρωστικές — οι, Ν (βιοχ.) έγχρωμες οργανικές ενώσεις που περιέχονται στη χολή, όπως είναι η χολερυθρίνη, η χολοπρασίνη κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χολή + χρωστικές] … Dictionary of Greek
αναλύσεις, κλινικές — Μορφολογικές, φυσικές, χημικές και βιολογικές εξετάσεις, που γίνονται σε ιστούς, εκκρίματα, απεκκρίματα ή παθολογικά προϊόντα του οργανισμού, με σκοπό να οδηγηθεί ο γιατρός στη σωστή διάγνωση, στον καθορισμό της βαρύτητας και στην παρακολούθηση… … Dictionary of Greek
Φίσερ, Χανς — (Fischer, Χεχστ επί του Μάιν 1881 – Μόναχο 1945). Γερμανός χημικός. Δίδαξε εφαρμοσμένη ιατρική χημεία στο Ίνσμπουργκ και στη Βιέννη. Το 1921 έγινε καθηγητής και διευθυντής του Ινστιτούτου της οργανικής χημείας στο Πολυτεχνείο του Μονάχου.… … Dictionary of Greek